- τραγί
- τραγί, το και τραΐ, το1. μικρός τράγος, κατσίκι.2. τράγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραγί — και τραΐ, το, Ν 1. τράγος, αρσενικό κατσίκι 2. υποκορ. μικρός τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. τράγος (μέσω αμάρτυρου *τραγίον), κατά το αρνί] … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
μισοτραγί — το (για σάτυρο) αυτός που από τη μέση και κάτω έχει σώμα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Είδος «χαλαρού συνθέτου» από το επιθ. μισός και το ουσ. τραγί, αντί μισότραγο] … Dictionary of Greek
τραΐ — το, Ν βλ. τραγί … Dictionary of Greek
τραγάντι — το, Ν το φυτό τραγάκανθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης (πιθ. < τράγος /τραγί)] … Dictionary of Greek
τραγίσκιον — τὸ, Α [τραγίσκος] 1. υποκορ. μικρό τραγί 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξάγω χωλὸν τραγίσκιον παιδιᾱς εἶδος παρὰ Ταραντίνοις»· … Dictionary of Greek
τραγίσκος — ὁ, Α 1. υποκορ. μικρός τράγος, τραγί 2. είδος θαλάσσιου ψαριού 3. διακοσμητικό αντικείμενο σε σχήμα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Σκαρίμπας, Γιάννης — Λογοτέχνης (Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας 1893 Χαλκίδα 1984). Τελείωσε το γυμνάσιο στην Πάτρα και από το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα όπου ασκούσε το επάγγελμα του εκτελωνιστή. Έργα του: Πεζογραφήματα, Καϋμοί στο Γριπονήσι (1930), Το θείο τραγί… … Dictionary of Greek
κουτουλιάρικος — η, ο αυτός που χτυπάει με τα κέρατα: Δεν πλησιάζω το κουτουλιάρικο τραγί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)